αἱμορραγήσει

αἱμορραγήσει
αἱμορραγέω
have a haemorrhage
aor subj act 3rd sg (epic)
αἱμορραγέω
have a haemorrhage
fut ind mid 2nd sg
αἱμορραγέω
have a haemorrhage
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εκκεντώ — ( έω) (AM ἐκκεντῶ) εξορύσσω, βγάζω έξω νεοελλ. με αιχμηρό όργανο τρυπώ το δέρμα ώσπου να αιμορραγήσει αρχ. 1. διατρυπώ, διαπερνώ 2. σφάζω, μαχαιρώνω 3. σκοτώνω, ξεκάνω 4. τσιμπώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”